Η Οικογένεια της Αγίας
Η Αγία Ευφημία έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.
Ενώπιον του ηγέμονα
Εκείνη την εποχή ο Διοκλητιανός κίνησε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Στα μέρη της Ανατολής ήταν ηγέμονας τότε ο Πρίσκος με συνάρχοντα τον φιλόσοφο Απελλιανό, που ήταν κι ιερέας του θεού Άρη. Όταν έφθασε η γιορτή του θεού τους, έστειλαν γράμματα και κήρυκες σ' όλη την επαρχία της Χαλκηδόνας, προσκαλώντας όλους να γιορτάσουν. Όσοι δεν θα πήγαιναν στη Χαλκηδόνα, όπου ήταν ο ναός του Θεού, θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Τότε όσοι ήσαν χριστιανοί συγκεντρώνονταν και κλείνονταν σε σπίτια ή κατάφευγαν στην έρημο, για να αποφύγουν την ειδωλολατρική γιορτή. Σε μιά ομάδα χριστιανών οδηγός ήταν η Ευφημία. Ο Απελλιανός παρατήρησε την αποχή των χριστιανών και παρακίνησε τον ηγέμονα να συλλάβει όσους ήταν δυνατό, μεταξύ δε αυτών και την ένδοξη Ευφημία. Όλη η συντροφιά της Ευφημίας ήταν σαράντα εννέα άτομα, ξεχώριζε δε η κόρη από το άνθος της ηλικίας και την ευγένια της καταγωγής της.
Οδηγήθηκαν, λοιπόν, στον ηγέμονα, που τους μίλησε με προσποιητή πραότητα λέγοντας:
"Εγώ βλέπω την πολλή σας σύνεση. Ελπίζω, οτι θα θυσιάσετε στον μεγάλο Άρη και δε θα προτιμήσετε αντί της δόξας και της τιμής τον πικρό και επώδυνο θάνατο"
Σ' αυτά τα λόγια του απάντησαν οι Άγιοι με ανδρεία και θάρρος:
"Μη χάνεις τα λόγια σου, άρχοντα. Εμείς το έχουμε μεγάλη ντροπή, ενώ είμαστε λογικά όντα να προσκυνούμε ανόητους θεούς, και ν' αφήνουμε τον αληθινό Θεό. Όσο για τα μαρτύρια με τα οποία μας απειλείς μάθε, ότι φοβούμαστε μήπως είναι ελαφριά και δεν είναι αρκετά για τέλειο μαρτύριο. Δοκίμασε να μας βασανίσεις και θα δεις τη δύναμη του Θεού μας"
Αρχή των βασανιστηρίων
Η απάντηση ήταν απρόσμενη για τον ηγέμονα που οργισμένος διέταξε να τους κτυπούν καθημερινά για είκοσι μέρες.
Την εικοστή μέρα τους έφερε πάλι μπροστά του και τους είπε:
"Τώρα που είδατε στην πράξη τον πρόλογο της δυστυχίας σας, πεισθήτε και θυσιάστε"
"Μη κουράζεσαι άδικα", απάντησε με μιά φωνή ο γενναίος χορός. "Είναι αδύνατο να σ' ακούσουμε και να θυσιάσουμε στα είδωλα".
Ο ηγέμονας τους αντιμετώπισε πάλι κτυπώντας τους μέχρι που έπεσαν μισοπεθαμένοι. Με συμβουλή του Απελλιανού τους φυλάκισε όλους, για να τους στείλει στον Διοκλητιανό, εκτός από την Ευφημία, που την κάλεσε κοντά του και προσπάθησε να την πλανήσει με κολακείες. Εκείνη του έλεγε:
"Η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Μη νομίζεις οτι θα με νικήσεις επειδή με βλέπεις γυναίκα".
Τότε ο τύραννος πρόσταξε να τη γυρίσουν στους τροχούς με ταχύτητα. Τα μέλη της Μάρτυρος κακοποιούντο και πονούσε φοβερά, αλλά ο νους της δεν έφευγε από το Χριστό. Ύψωνε τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:
"Χριστέ μου, η πηγή της ζωής, πού σώζεις όσους ελπίζουν σε Σένα, βοήθησε και μένα τώρα. Ας το μάθουν όλοι, ότι Συ είσαι Θεός μόνος και ότι δεν θα πλησιάσει κανένα κακό, ούτε μάστιγα στο σκήνωμα εκείνων, πού προστρέχουν σε Σένα."
Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της, διότι αμέσως ήλθε μια αόρατος δύναμις εξ Ουρανού και σε μια στιγμή την έλυσε από τον τροχό. Αλλά και το σώμα της το γιάτρεψε τελείως, ώστε δεν φαινόταν το παραμικρό σημάδι από τις πληγές. Οι δήμιοι υστέρα από αυτό φοβήθηκαν, τα έχασαν και σταμάτησαν το θλιβερό έργο τους. Η Μάρτυς βγήκε τότε από τον τροχό και περιπατούσε υγιέστατη και αβλαβής. Ήταν πολύ πιο ωραίο το πρόσωπο της από πριν. Ένα θείο φως έλουζε το πρόσωπο της.
Αλλά ο Πρίσκος, πιο τυφλός κι από τους θεούς του, δεν εννοούσε την αλήθεια και φοβέριζε πως θα την κάψει ζωντανή.
Η Ευφημία χωρίς να φοβηθεί από την απειλή αποκρίθηκε:
"Εγώ τύρρανε, αυτή την πρόσκαιρη φωτιά δεν την φοβάμαι. Τρέμω για την αιώνια φωτιά, που καίει, όσους αρνούνται τον Χριστό."
Στο καμίνι της φωτιάς
Ο τύραννος πρόσταξε και άναψαν καμίνι. Αλλά τότε οι προϊστάμενοι των δημίων Σωσθένης και Βίκτωρ ήλθαν στον Πρίσκο και του είπαν:
"Εμείς, όπως βλέπεις και μόνος σου, είμαστε πρόθυμοι να εκτελέσουμε τις διαταγές σου, αλλά εδώ δεν απορούμε. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε το σώμα της παρθένου, διότι βλέπουμε δίπλα της κάτι φοβερούς άνδρες να στέκονται, πού μας φοβερίζουν και είναι έτοιμοι να σκορπίζουν την φωτιά κατ’ επάνω μας, για να την προφυλάξουν και να την προστατέψουν. Με αυτά, πού βλέπουμε, πιστεύουμε και ημείς, ότι ο Θεός της Ευφημίας ο Χριστός είναι Θεός αληθινός"
Ο Πρίσκος μόλις τ’ άκουσε αυτά τα έχασε. Αμέσως έπειτα διέταξε να τους φυλακίσουν και τους δυο για παράβαση διαταγής και εκδήλωση αναγνωρίσεως του Χριστού. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ την επόμενη μέρα μαρτύρησαν για την πίστη τους στον Χριστό.
Ενώ γίνονταν αυτά η Αγία προσευχόταν λέγοντας: " Ο Θεός, που βλέπεις τα πάντα, Συ, που έσωσες τους Τρείς Παίδας στη Βαβυλώνα, έλα βοηθός και στη δούλη σου, που αγωνίζεται για τη δόξα σου".
Τελικά ο ηγέμονας έστειλε δύο κακούς υπηρέτες, τον Καίσαρα και τον Βάριο, που ήσαν αδίστακτοι και δεν είχαν φόβο Θεού για να ρίξουν την Ευφημία στη φωτιά.
Μέσα στο καμίνι η Αγία δεν έπαθε τίποτα. Η φωτιά χύθηκε έξω και διεσκόρπισε τους ασεβείς. Η δε Ευφημία βγήκε χωρίς να έχουν πάθει τίποτε ούτε τα ρούχα της. Πάλι φυλακίστηκε, και οι δύο πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτορ διατάχθησαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε με γενναίο φρόνημα είπαν: "Εμείς ανθύπατε, πρωτύτερα είμαστε υποδουλωμένοι σε μεγάλη πλάνη, όπως είσαι και συ ακόμη. Τώρα, όμως, αξιωθήκαμε δια μέσου αυτής της παρθένου να γνωρίσουμε την αλήθεια. Μάθε λοιπόν, οτι δεν θα θυσιάσουμε σε άψυχους Θεούς".
Μετά απ' αυτά τα λόγια τους παραδόθηκαν από τον ηγέμονα στα θηρία. Τα θηρία όμως σεβάσθηκαν τα σώματας τους και δεν κατάφαγαν τις σάρκες, ήπιαν μόνο το αίμα. Τα σώματα τους οι πιστοί τα έθαψαν με ψαλμούς και ύμνους.
Της ξύνουν τις σάρκες
Την άλλη ημέρα ο τύραννος διέταξε να φέρουν την Αγία από την φυλακή. Η Αγία επέμενε στην Χριστιανική της πίστη και τότε φούντωσε ο τύραννος από το θυμό του και διέταξε να της ξύσουν τις σάρκες με μυτερές πέτρες και σίδερα αιχμηρά. Οι δήμιοι κουράστηκαν, αλλά η Μάρτυς και πάλι φαίνονταν ακμαία και αβλαβής.
Στη δεξαμενή με τα θηρία
Την άλλη μέρα έφεραν πάλι την Αγία στον ηγέμονα, κι αυτός άρχισε να τη φοβερίζει λέγοντας:
"Μέχρι πότε θα ταλαιπωρείς τον εαυτό σου; Μέχρι πότε θα λυπείς τους θεούς και θα οργίζεις τον βασιλιά; Καλό είναι να θυσιάσης."
Εκείνη απάντησε:
"Βασιλιά, υπάρχει άλλο φρονιμότερο από το να μη πιστεύει κανείς σε λιθάρια άψυχα και ανόητα;"
Ο Πρίσκος τρελός από οργή διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μεγάλη δεξαμενή. Αφού τη γέμισε νερό έβαλε μέσα όλα τα σαρκοφάγα θηρία της θάλασσας και έρριξε την Αγία.
Εκείνη προσευχόταν με δάκρυα και έλεγε:
" Ιησού, το φώς μου, γίνε βοηθός της αδυναμίας μου, Συ που έκανες την κοιλιά του θηρίου καλό θάλαμο για τον Ιωνά. Σώσε με τώρα για να δοξασθούν όσοι σε προσκυνούν και καταισχυνθούν όσοι σε αρνούνται".
Με το σημείο του σταυρού μπήκε στο νερό η Αγία. Τα θηρία όρμησαν, αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό της σώμα, λησμόνησαν την τροφή. Κράτησαν την Αγία πάνω τους, σαν να φοβούνταν μήπως πάθει κακό στο νερό.
Ο Πρίσκος μπροστά σ' αυτό το θέαμα απορούσε κι έλεγε: "Πως από μιά γυναίκα νικήθηκε η φωτιά, οι πληγές, τα θηρία;"
Ο Απελλιανός τυφλός από φανατισμό του απάντησε πως "όλα τα κάνει με μάγια" για να του ανταπαντήσει ο Πρίσκος "αλλά γιατί οι θεοί που μισούν τα πονηρά έργα δεν την τιμωρούν;"
Στο λάκκο με τα καρφιά
Έπειτα ετοίμασαν άλλο λάκκο στρωμένο με καρφιά και σκεπασμένο από πάνω με λίγο χώμα. Η Αγία όμως πέρασε χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μερικοί άλλοι που προσπάθησαν να περάσουν, έπεσαν στα κοφτερά όργανα και θανατώθηκαν.
Η Αγία στο μεταξύ ευχαριστούσε το Θεό, που την έσωσε κι έλεγε:
"Τίς λαλήσει τάς δυναστείας σου, ἡ ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τάς αἰνέσεις σου, Κύριε, διότι ἐφύλαξες ἀβλαβῆ τήν δούλη σου ἀπό πληγᾶς καί μάστιγας, ἀπό πῦρ καί θηρία, ἀπό ὕδωρ καί τροχούς καί λάκκον. Καί τώρα, Δέσποτα, πολυέλεε, ρύσαι τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός τοῦ ἐξ ἀρχῆς πολεμίου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἁμαρτίας νεότητάς μου καί ἄγνοιάς μου μή μνησθεῖς, ἀλλά καθάρισον πάντα μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος μέ τάς σταγόνας τῶν αἱμάτων μου, οἱ ὅποιες διά Σέ χύθηκαν, διότι Σύ εἶσαι ἡ κάθαρσις, ὁ ἁγιασμός καί ὁ φωτισμός τῶν δούλων σου"
Το τέλος της Αγίας
Τώρα ο Πρίσκος επινοεί άλλο τρόπο για να ξεκάμει την Αγία. Την καλεί και με προσποιητή ευγένεια της λέει:
"Εσύ, σαν γυναίκα, πλανήθηκες. Εμείς δεν πρέπει να δείξουμε τόσο θυμό εναντίον σου. Συγχώρησε μας και θυσίασε στον Άρη. Αν θυσιάσεις, θα ζήσεις με ευτυχία, όπως σου πρέπει, γιατί και όμορφη είσαι και από ευγενική οικογένεια κατάγεσαι"
Η Αγία απάντησε: "Σταμάτησε άρχοντα, τις φλυαρίες. Εγώ να θυσιάσω στους δαίμονες έπειτα από τόσες ευεργεσίες, που έτυχα από τον Κύριο μου; Άφησε, δυστυχισμένε, την υποκρισία και κάμε οτι σου λέει ο διάβολος που σε συμβουλεύει"
Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε άλλα βασανιστήρια, αλλά το σώμα της εξακολουθούσε να μένει ανέπαφο. Την έφεραν πάλι στο στάδιο για ν' αντιμετωπίσει θηρία. Η Αγία λυπόταν γιατί δεν αξιωνόταν να φύγει προς το Νυμφίο της και έλεγε αυτά προσευχόμενη:
"Κύριε μου έδειξες την ανίκητη δύναμη σου, με έκαμες δυνατή στις πληγές και στα βασανιστήρια. Καθώς δέχτηκες τη θυσία και τα αίματα των μαρτύρων σου που μαρτύρησαν πριν από εμένα, δέξου και τη δική μου θυσία και παράλαβε την ψυχή μου".
Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν η καλλιπάρθενος Μάρτυς, οι τύραννοι άφησαν να ορμήσουν κατ’ επάνω της τέσσερα λιοντάρια και τρεις αρκούδες. Τα θηρία πλησίασαν και φιλούσαν με πολλή ευλάβεια, σαν να ήταν άνθρωποι, τα πόδια της Αγίας. Μία όμως άρκτος δάγκωσε ένα μέρος από το σώμα της Αγίας. Πληγή ή σημάδι δεν έκαμε κανένα στο σώμα της Αγίας. Αυτό όμως έγινε Αφορμή να υπάγει η Μάρτυς Ευφημία προς τον ποθούμενο Νυμφίο της Χριστό.
Ήταν τότε η 16η Σεπτεμβρίου, κατά την επικρατέστερη γνώμη, του 303 μ.Χ.
Ο Θεός δόξασε την έξοδο της εκ του κόσμου τούτου, διότι ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό πού έλεγε:
"Ἀνελθε πρός τόν στεφανοδότην ἡ τόν καλόν ἀγώνα ἀγωνισαμένη καί τόν δρόμον ἤδη τελέσασα, διά νά λάβης τούς μισθούς καί τάς ἀμοιβάς τῶν κόπων σου..."
Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι γονείς της Αγίας, πήραν το μαρτυρικό και πολύτιμο εκείνο σώμα της και το έθαψαν με τα χέρια τους σ’ ένα τόπο κοντά στην Χαλκηδόνα. Το ενταφίασαν μ’ ευλάβεια και τιμές. Όταν το ενταφίαζαν δεν έκλαιαν, αλλά χαίρονταν, διότι αξιώθηκαν να είναι γονείς τέτοιας νέας. Χαίρονταν ακόμη, διότι προσέφεραν στο Θεό καρπό ευλογίας πιο ιερό και άγιο από κάθε άλλη προσφορά και δώρο. Το τίμιο λείψανο της έγινε αίτιο πολλών θεραπειών και θαυμάτων.
Ένα από τα θαύματα της
Στην εποχή του Θεοδοσίου του Μικρού, το 410, κάποιος μοναχός και ιερέας, ο Ευτύχιος, έγινε αρχηγός αιρέσεως. Ισχυριζόταν οτι ο Κύριος ημώς Ιησούς Χριστός έχει μόνο μια φύση και μιά ενέργεια Θεότητας. Αυτός καθηρέθη από τον Άγιο Φλαβιανό, Πατριάρχη Κων/πόλεως. Αλλά ο Ευτύχιος δεν έπαυσε να ταράσσει την Εκκλησία μέχρι που πέθανε ο Θεοδόσιος.
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Μαρκιανός, διέταξε να συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκιδόνα το 451 μ.Χ. για να εξετασθή το θέμα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εξακόσιοι τριάντα επίσκοποι και συγκρότησαν την Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αφού συζητήθηκε το όλο θέμα καταδίκασαν τη πλάνη και αναθεμάτισαν τον Ευτύχιο. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν πείθονταν στις αποφάσεις της Συνόδου, οι Πατέρες έκαναν το εξής·
Έγραψαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες σε δύο ξεχωριστά βιβλία τις απόψεις επί του θέματος. Έπειτα άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το λείψανο της Αγίας Ευφημίας, και τοποθέτησαν τα δύο βιβλία στο στήθος της Αγίας. Μετά από ορισμένο χρόνο άνοιξαν πάλι τη θήκη και είδαν το βιβλίο των Ορθοδόξων, που περιείχε και την απόφαση της Συνόδου, να το κρατά η Μάρτυς στην αγκαλιά της.
Απ' αυτό το θαύμα οι μεν Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στην πίστη και δόξασαν τον Θεό, οι δε αιρετικοί κατανικήθηκαν.
Εμφάνιση της Αγίας Ευφημίας στον Γέροντα Παϊσιο τον Αγιορείτη
Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;
-Ποιός, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
-Τι συμβαίνει, Γέροντα;
-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το έξης:
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση). Tην Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…».
Σκέφθηκα «Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
-Ποιος είναι;
-Η Ευφημία! (απαντά).
Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·
-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).
-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.
Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.«Και του Αγίου Πνεύματος».
Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».
Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».
Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».
Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».
Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).
Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.
Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».
Το ιερό Λείψανο της Αγ. Ευφημίας
Μετά την Άλωση το Πατριαρχείο μετεφέρθη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εις τον Ναό αυτόν μεταφέρθηκαν και όλα τα ιερά λείψανα και μαζί μ’ αυτά και το ιερό λείψανο της Αγίας Ευφημίας. Από εκεί μετεφέρθη και πάλι το λείψανο της Αγίας στο Πατριαρχείο, στον Ναό της Παμμακαρίστου, μαζί με τα άλλα λείψανα.
Κατά τον καιρό της μαύρης σκλαβιάς οι Τούρκοι άρπαζαν εκτός από τα άλλα και τους Ναούς και τους έκαναν τζαμιά. Άρπαξαν και τον Ναό της Παμμακαρίστου. Το δε Πατριαρχείο μετεφέρθη εις τον Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις το Φανάρι, όπου είναι μέχρι σήμερα. Εκεί μετεφέρθη και το Άγιο λείψανο, της Αγίας Ευφημίας, πού το τιμούν και το σέβονται πολύ, όχι μόνον Ορθόδοξοι, αλλά και αιρετικοί. Κάμνει δε πολλά θαύματα σε όσους πηγαίνουν εκεί ,με πίστη και ευλάβεια.
Όταν εκ βάθρων ανοικοδόμησαν τα Πατριαρχεία, κτίσθηκε στο δεξιό μέρος του Ναού του Άγιου Γεωργίου και παρεκκλήσιο της Αγίας Ευφημίας, όπου βρίσκεται και το ιερό λείψανο της.
Εορτασμός
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της τη 16ην Σεπτεμβρίου, τη δε μνήμη του θαύματος που συνέβη τότε στη Χαλκιδόνα, την 11ην Ιουλίου.. Τότε συρρέουν εκεί τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών και γυναικών της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων, αλλά και πολλοί ετερόδοξοι και όσοι πηγαίνουν με ευλάβεια και ασπάζονται, θεραπεύονται από ασθένειες και άλλα βάσανα.
Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον της 11ης Ιουλίου
Ἀπολυτίκιον - Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.
Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας,
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἀγώνας ἐν ἀθλήσει, ἀγώνας ἐν τή πίστει, κατέβαλες θερμῶς ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου. Ἀλλά καί νῦν,, εἰς τάς αἱρέσεις καί τῶν ἐχθρῶν τό φρύαγμα,
ἐν τοῖς ποσί τῶν βασιλείων ἠμῶν, ὑποταγῆναι πρέσβευε, διά της. Θεοτόκου, ἡ ἀπό ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, ὄρον λαβοῦσα καί φυλάττουσα,. Πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν βεβαιοῦσα τήν ἀληθῆ, δί’ ἤν Εὐφημία σφαγιάζη ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρειν τόν Τόμον τῶν Πατέρων, ποσί δέ ἀπορρίπτεις τόν τῆς αἱρέσεως.
Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον της 16ης Σεπτεμβρίου
Ἀπολυτίκιον - Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα
οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.
Κοντάκιον - Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν αἱμάτων βλύσεσι Πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει
παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Εὔφημόν σοι αἶνον καὶ ἱερόν, πανεύφημε Μάρτυς, ἀναμέλπομεν εὐπρεπῶς· σὺ γὰρ Εὐφημία, ἐμπρέψασα εὐφήμως, τῷ Λόγῳ ἐδοξάσθης, ὡς καλλιπάρθενος.
Η Αγία Ευφημία έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.
Ενώπιον του ηγέμονα
Εκείνη την εποχή ο Διοκλητιανός κίνησε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Στα μέρη της Ανατολής ήταν ηγέμονας τότε ο Πρίσκος με συνάρχοντα τον φιλόσοφο Απελλιανό, που ήταν κι ιερέας του θεού Άρη. Όταν έφθασε η γιορτή του θεού τους, έστειλαν γράμματα και κήρυκες σ' όλη την επαρχία της Χαλκηδόνας, προσκαλώντας όλους να γιορτάσουν. Όσοι δεν θα πήγαιναν στη Χαλκηδόνα, όπου ήταν ο ναός του Θεού, θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Τότε όσοι ήσαν χριστιανοί συγκεντρώνονταν και κλείνονταν σε σπίτια ή κατάφευγαν στην έρημο, για να αποφύγουν την ειδωλολατρική γιορτή. Σε μιά ομάδα χριστιανών οδηγός ήταν η Ευφημία. Ο Απελλιανός παρατήρησε την αποχή των χριστιανών και παρακίνησε τον ηγέμονα να συλλάβει όσους ήταν δυνατό, μεταξύ δε αυτών και την ένδοξη Ευφημία. Όλη η συντροφιά της Ευφημίας ήταν σαράντα εννέα άτομα, ξεχώριζε δε η κόρη από το άνθος της ηλικίας και την ευγένια της καταγωγής της.
Οδηγήθηκαν, λοιπόν, στον ηγέμονα, που τους μίλησε με προσποιητή πραότητα λέγοντας:
"Εγώ βλέπω την πολλή σας σύνεση. Ελπίζω, οτι θα θυσιάσετε στον μεγάλο Άρη και δε θα προτιμήσετε αντί της δόξας και της τιμής τον πικρό και επώδυνο θάνατο"
Σ' αυτά τα λόγια του απάντησαν οι Άγιοι με ανδρεία και θάρρος:
"Μη χάνεις τα λόγια σου, άρχοντα. Εμείς το έχουμε μεγάλη ντροπή, ενώ είμαστε λογικά όντα να προσκυνούμε ανόητους θεούς, και ν' αφήνουμε τον αληθινό Θεό. Όσο για τα μαρτύρια με τα οποία μας απειλείς μάθε, ότι φοβούμαστε μήπως είναι ελαφριά και δεν είναι αρκετά για τέλειο μαρτύριο. Δοκίμασε να μας βασανίσεις και θα δεις τη δύναμη του Θεού μας"
Αρχή των βασανιστηρίων
Η απάντηση ήταν απρόσμενη για τον ηγέμονα που οργισμένος διέταξε να τους κτυπούν καθημερινά για είκοσι μέρες.
Την εικοστή μέρα τους έφερε πάλι μπροστά του και τους είπε:
"Τώρα που είδατε στην πράξη τον πρόλογο της δυστυχίας σας, πεισθήτε και θυσιάστε"
"Μη κουράζεσαι άδικα", απάντησε με μιά φωνή ο γενναίος χορός. "Είναι αδύνατο να σ' ακούσουμε και να θυσιάσουμε στα είδωλα".
Ο ηγέμονας τους αντιμετώπισε πάλι κτυπώντας τους μέχρι που έπεσαν μισοπεθαμένοι. Με συμβουλή του Απελλιανού τους φυλάκισε όλους, για να τους στείλει στον Διοκλητιανό, εκτός από την Ευφημία, που την κάλεσε κοντά του και προσπάθησε να την πλανήσει με κολακείες. Εκείνη του έλεγε:
"Η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Μη νομίζεις οτι θα με νικήσεις επειδή με βλέπεις γυναίκα".
Τότε ο τύραννος πρόσταξε να τη γυρίσουν στους τροχούς με ταχύτητα. Τα μέλη της Μάρτυρος κακοποιούντο και πονούσε φοβερά, αλλά ο νους της δεν έφευγε από το Χριστό. Ύψωνε τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:
"Χριστέ μου, η πηγή της ζωής, πού σώζεις όσους ελπίζουν σε Σένα, βοήθησε και μένα τώρα. Ας το μάθουν όλοι, ότι Συ είσαι Θεός μόνος και ότι δεν θα πλησιάσει κανένα κακό, ούτε μάστιγα στο σκήνωμα εκείνων, πού προστρέχουν σε Σένα."
Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της, διότι αμέσως ήλθε μια αόρατος δύναμις εξ Ουρανού και σε μια στιγμή την έλυσε από τον τροχό. Αλλά και το σώμα της το γιάτρεψε τελείως, ώστε δεν φαινόταν το παραμικρό σημάδι από τις πληγές. Οι δήμιοι υστέρα από αυτό φοβήθηκαν, τα έχασαν και σταμάτησαν το θλιβερό έργο τους. Η Μάρτυς βγήκε τότε από τον τροχό και περιπατούσε υγιέστατη και αβλαβής. Ήταν πολύ πιο ωραίο το πρόσωπο της από πριν. Ένα θείο φως έλουζε το πρόσωπο της.
Αλλά ο Πρίσκος, πιο τυφλός κι από τους θεούς του, δεν εννοούσε την αλήθεια και φοβέριζε πως θα την κάψει ζωντανή.
Η Ευφημία χωρίς να φοβηθεί από την απειλή αποκρίθηκε:
"Εγώ τύρρανε, αυτή την πρόσκαιρη φωτιά δεν την φοβάμαι. Τρέμω για την αιώνια φωτιά, που καίει, όσους αρνούνται τον Χριστό."
Στο καμίνι της φωτιάς
Ο τύραννος πρόσταξε και άναψαν καμίνι. Αλλά τότε οι προϊστάμενοι των δημίων Σωσθένης και Βίκτωρ ήλθαν στον Πρίσκο και του είπαν:
"Εμείς, όπως βλέπεις και μόνος σου, είμαστε πρόθυμοι να εκτελέσουμε τις διαταγές σου, αλλά εδώ δεν απορούμε. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε το σώμα της παρθένου, διότι βλέπουμε δίπλα της κάτι φοβερούς άνδρες να στέκονται, πού μας φοβερίζουν και είναι έτοιμοι να σκορπίζουν την φωτιά κατ’ επάνω μας, για να την προφυλάξουν και να την προστατέψουν. Με αυτά, πού βλέπουμε, πιστεύουμε και ημείς, ότι ο Θεός της Ευφημίας ο Χριστός είναι Θεός αληθινός"
Ο Πρίσκος μόλις τ’ άκουσε αυτά τα έχασε. Αμέσως έπειτα διέταξε να τους φυλακίσουν και τους δυο για παράβαση διαταγής και εκδήλωση αναγνωρίσεως του Χριστού. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ την επόμενη μέρα μαρτύρησαν για την πίστη τους στον Χριστό.
Ενώ γίνονταν αυτά η Αγία προσευχόταν λέγοντας: " Ο Θεός, που βλέπεις τα πάντα, Συ, που έσωσες τους Τρείς Παίδας στη Βαβυλώνα, έλα βοηθός και στη δούλη σου, που αγωνίζεται για τη δόξα σου".
Τελικά ο ηγέμονας έστειλε δύο κακούς υπηρέτες, τον Καίσαρα και τον Βάριο, που ήσαν αδίστακτοι και δεν είχαν φόβο Θεού για να ρίξουν την Ευφημία στη φωτιά.
Μέσα στο καμίνι η Αγία δεν έπαθε τίποτα. Η φωτιά χύθηκε έξω και διεσκόρπισε τους ασεβείς. Η δε Ευφημία βγήκε χωρίς να έχουν πάθει τίποτε ούτε τα ρούχα της. Πάλι φυλακίστηκε, και οι δύο πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτορ διατάχθησαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε με γενναίο φρόνημα είπαν: "Εμείς ανθύπατε, πρωτύτερα είμαστε υποδουλωμένοι σε μεγάλη πλάνη, όπως είσαι και συ ακόμη. Τώρα, όμως, αξιωθήκαμε δια μέσου αυτής της παρθένου να γνωρίσουμε την αλήθεια. Μάθε λοιπόν, οτι δεν θα θυσιάσουμε σε άψυχους Θεούς".
Μετά απ' αυτά τα λόγια τους παραδόθηκαν από τον ηγέμονα στα θηρία. Τα θηρία όμως σεβάσθηκαν τα σώματας τους και δεν κατάφαγαν τις σάρκες, ήπιαν μόνο το αίμα. Τα σώματα τους οι πιστοί τα έθαψαν με ψαλμούς και ύμνους.
Της ξύνουν τις σάρκες
Την άλλη ημέρα ο τύραννος διέταξε να φέρουν την Αγία από την φυλακή. Η Αγία επέμενε στην Χριστιανική της πίστη και τότε φούντωσε ο τύραννος από το θυμό του και διέταξε να της ξύσουν τις σάρκες με μυτερές πέτρες και σίδερα αιχμηρά. Οι δήμιοι κουράστηκαν, αλλά η Μάρτυς και πάλι φαίνονταν ακμαία και αβλαβής.
Στη δεξαμενή με τα θηρία
Την άλλη μέρα έφεραν πάλι την Αγία στον ηγέμονα, κι αυτός άρχισε να τη φοβερίζει λέγοντας:
"Μέχρι πότε θα ταλαιπωρείς τον εαυτό σου; Μέχρι πότε θα λυπείς τους θεούς και θα οργίζεις τον βασιλιά; Καλό είναι να θυσιάσης."
Εκείνη απάντησε:
"Βασιλιά, υπάρχει άλλο φρονιμότερο από το να μη πιστεύει κανείς σε λιθάρια άψυχα και ανόητα;"
Ο Πρίσκος τρελός από οργή διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μεγάλη δεξαμενή. Αφού τη γέμισε νερό έβαλε μέσα όλα τα σαρκοφάγα θηρία της θάλασσας και έρριξε την Αγία.
Εκείνη προσευχόταν με δάκρυα και έλεγε:
" Ιησού, το φώς μου, γίνε βοηθός της αδυναμίας μου, Συ που έκανες την κοιλιά του θηρίου καλό θάλαμο για τον Ιωνά. Σώσε με τώρα για να δοξασθούν όσοι σε προσκυνούν και καταισχυνθούν όσοι σε αρνούνται".
Με το σημείο του σταυρού μπήκε στο νερό η Αγία. Τα θηρία όρμησαν, αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό της σώμα, λησμόνησαν την τροφή. Κράτησαν την Αγία πάνω τους, σαν να φοβούνταν μήπως πάθει κακό στο νερό.
Ο Πρίσκος μπροστά σ' αυτό το θέαμα απορούσε κι έλεγε: "Πως από μιά γυναίκα νικήθηκε η φωτιά, οι πληγές, τα θηρία;"
Ο Απελλιανός τυφλός από φανατισμό του απάντησε πως "όλα τα κάνει με μάγια" για να του ανταπαντήσει ο Πρίσκος "αλλά γιατί οι θεοί που μισούν τα πονηρά έργα δεν την τιμωρούν;"
Στο λάκκο με τα καρφιά
Έπειτα ετοίμασαν άλλο λάκκο στρωμένο με καρφιά και σκεπασμένο από πάνω με λίγο χώμα. Η Αγία όμως πέρασε χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μερικοί άλλοι που προσπάθησαν να περάσουν, έπεσαν στα κοφτερά όργανα και θανατώθηκαν.
Η Αγία στο μεταξύ ευχαριστούσε το Θεό, που την έσωσε κι έλεγε:
"Τίς λαλήσει τάς δυναστείας σου, ἡ ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τάς αἰνέσεις σου, Κύριε, διότι ἐφύλαξες ἀβλαβῆ τήν δούλη σου ἀπό πληγᾶς καί μάστιγας, ἀπό πῦρ καί θηρία, ἀπό ὕδωρ καί τροχούς καί λάκκον. Καί τώρα, Δέσποτα, πολυέλεε, ρύσαι τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός τοῦ ἐξ ἀρχῆς πολεμίου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἁμαρτίας νεότητάς μου καί ἄγνοιάς μου μή μνησθεῖς, ἀλλά καθάρισον πάντα μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος μέ τάς σταγόνας τῶν αἱμάτων μου, οἱ ὅποιες διά Σέ χύθηκαν, διότι Σύ εἶσαι ἡ κάθαρσις, ὁ ἁγιασμός καί ὁ φωτισμός τῶν δούλων σου"
Το τέλος της Αγίας
Τώρα ο Πρίσκος επινοεί άλλο τρόπο για να ξεκάμει την Αγία. Την καλεί και με προσποιητή ευγένεια της λέει:
"Εσύ, σαν γυναίκα, πλανήθηκες. Εμείς δεν πρέπει να δείξουμε τόσο θυμό εναντίον σου. Συγχώρησε μας και θυσίασε στον Άρη. Αν θυσιάσεις, θα ζήσεις με ευτυχία, όπως σου πρέπει, γιατί και όμορφη είσαι και από ευγενική οικογένεια κατάγεσαι"
Η Αγία απάντησε: "Σταμάτησε άρχοντα, τις φλυαρίες. Εγώ να θυσιάσω στους δαίμονες έπειτα από τόσες ευεργεσίες, που έτυχα από τον Κύριο μου; Άφησε, δυστυχισμένε, την υποκρισία και κάμε οτι σου λέει ο διάβολος που σε συμβουλεύει"
Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε άλλα βασανιστήρια, αλλά το σώμα της εξακολουθούσε να μένει ανέπαφο. Την έφεραν πάλι στο στάδιο για ν' αντιμετωπίσει θηρία. Η Αγία λυπόταν γιατί δεν αξιωνόταν να φύγει προς το Νυμφίο της και έλεγε αυτά προσευχόμενη:
"Κύριε μου έδειξες την ανίκητη δύναμη σου, με έκαμες δυνατή στις πληγές και στα βασανιστήρια. Καθώς δέχτηκες τη θυσία και τα αίματα των μαρτύρων σου που μαρτύρησαν πριν από εμένα, δέξου και τη δική μου θυσία και παράλαβε την ψυχή μου".
Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν η καλλιπάρθενος Μάρτυς, οι τύραννοι άφησαν να ορμήσουν κατ’ επάνω της τέσσερα λιοντάρια και τρεις αρκούδες. Τα θηρία πλησίασαν και φιλούσαν με πολλή ευλάβεια, σαν να ήταν άνθρωποι, τα πόδια της Αγίας. Μία όμως άρκτος δάγκωσε ένα μέρος από το σώμα της Αγίας. Πληγή ή σημάδι δεν έκαμε κανένα στο σώμα της Αγίας. Αυτό όμως έγινε Αφορμή να υπάγει η Μάρτυς Ευφημία προς τον ποθούμενο Νυμφίο της Χριστό.
Ήταν τότε η 16η Σεπτεμβρίου, κατά την επικρατέστερη γνώμη, του 303 μ.Χ.
Ο Θεός δόξασε την έξοδο της εκ του κόσμου τούτου, διότι ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό πού έλεγε:
"Ἀνελθε πρός τόν στεφανοδότην ἡ τόν καλόν ἀγώνα ἀγωνισαμένη καί τόν δρόμον ἤδη τελέσασα, διά νά λάβης τούς μισθούς καί τάς ἀμοιβάς τῶν κόπων σου..."
Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι γονείς της Αγίας, πήραν το μαρτυρικό και πολύτιμο εκείνο σώμα της και το έθαψαν με τα χέρια τους σ’ ένα τόπο κοντά στην Χαλκηδόνα. Το ενταφίασαν μ’ ευλάβεια και τιμές. Όταν το ενταφίαζαν δεν έκλαιαν, αλλά χαίρονταν, διότι αξιώθηκαν να είναι γονείς τέτοιας νέας. Χαίρονταν ακόμη, διότι προσέφεραν στο Θεό καρπό ευλογίας πιο ιερό και άγιο από κάθε άλλη προσφορά και δώρο. Το τίμιο λείψανο της έγινε αίτιο πολλών θεραπειών και θαυμάτων.
Ένα από τα θαύματα της
Στην εποχή του Θεοδοσίου του Μικρού, το 410, κάποιος μοναχός και ιερέας, ο Ευτύχιος, έγινε αρχηγός αιρέσεως. Ισχυριζόταν οτι ο Κύριος ημώς Ιησούς Χριστός έχει μόνο μια φύση και μιά ενέργεια Θεότητας. Αυτός καθηρέθη από τον Άγιο Φλαβιανό, Πατριάρχη Κων/πόλεως. Αλλά ο Ευτύχιος δεν έπαυσε να ταράσσει την Εκκλησία μέχρι που πέθανε ο Θεοδόσιος.
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Μαρκιανός, διέταξε να συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκιδόνα το 451 μ.Χ. για να εξετασθή το θέμα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εξακόσιοι τριάντα επίσκοποι και συγκρότησαν την Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αφού συζητήθηκε το όλο θέμα καταδίκασαν τη πλάνη και αναθεμάτισαν τον Ευτύχιο. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν πείθονταν στις αποφάσεις της Συνόδου, οι Πατέρες έκαναν το εξής·
Έγραψαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες σε δύο ξεχωριστά βιβλία τις απόψεις επί του θέματος. Έπειτα άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το λείψανο της Αγίας Ευφημίας, και τοποθέτησαν τα δύο βιβλία στο στήθος της Αγίας. Μετά από ορισμένο χρόνο άνοιξαν πάλι τη θήκη και είδαν το βιβλίο των Ορθοδόξων, που περιείχε και την απόφαση της Συνόδου, να το κρατά η Μάρτυς στην αγκαλιά της.
Απ' αυτό το θαύμα οι μεν Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στην πίστη και δόξασαν τον Θεό, οι δε αιρετικοί κατανικήθηκαν.
Εμφάνιση της Αγίας Ευφημίας στον Γέροντα Παϊσιο τον Αγιορείτη
Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;
-Ποιός, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
-Τι συμβαίνει, Γέροντα;
-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το έξης:
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση). Tην Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…».
Σκέφθηκα «Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
-Ποιος είναι;
-Η Ευφημία! (απαντά).
Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·
-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).
-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.
Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.«Και του Αγίου Πνεύματος».
Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».
Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».
Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».
Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».
Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).
Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.
Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».
Το ιερό Λείψανο της Αγ. Ευφημίας
Μετά την Άλωση το Πατριαρχείο μετεφέρθη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εις τον Ναό αυτόν μεταφέρθηκαν και όλα τα ιερά λείψανα και μαζί μ’ αυτά και το ιερό λείψανο της Αγίας Ευφημίας. Από εκεί μετεφέρθη και πάλι το λείψανο της Αγίας στο Πατριαρχείο, στον Ναό της Παμμακαρίστου, μαζί με τα άλλα λείψανα.
Κατά τον καιρό της μαύρης σκλαβιάς οι Τούρκοι άρπαζαν εκτός από τα άλλα και τους Ναούς και τους έκαναν τζαμιά. Άρπαξαν και τον Ναό της Παμμακαρίστου. Το δε Πατριαρχείο μετεφέρθη εις τον Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις το Φανάρι, όπου είναι μέχρι σήμερα. Εκεί μετεφέρθη και το Άγιο λείψανο, της Αγίας Ευφημίας, πού το τιμούν και το σέβονται πολύ, όχι μόνον Ορθόδοξοι, αλλά και αιρετικοί. Κάμνει δε πολλά θαύματα σε όσους πηγαίνουν εκεί ,με πίστη και ευλάβεια.
Όταν εκ βάθρων ανοικοδόμησαν τα Πατριαρχεία, κτίσθηκε στο δεξιό μέρος του Ναού του Άγιου Γεωργίου και παρεκκλήσιο της Αγίας Ευφημίας, όπου βρίσκεται και το ιερό λείψανο της.
Εορτασμός
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της τη 16ην Σεπτεμβρίου, τη δε μνήμη του θαύματος που συνέβη τότε στη Χαλκιδόνα, την 11ην Ιουλίου.. Τότε συρρέουν εκεί τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών και γυναικών της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων, αλλά και πολλοί ετερόδοξοι και όσοι πηγαίνουν με ευλάβεια και ασπάζονται, θεραπεύονται από ασθένειες και άλλα βάσανα.
Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον της 11ης Ιουλίου
Ἀπολυτίκιον - Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.
Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας,
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἀγώνας ἐν ἀθλήσει, ἀγώνας ἐν τή πίστει, κατέβαλες θερμῶς ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου. Ἀλλά καί νῦν,, εἰς τάς αἱρέσεις καί τῶν ἐχθρῶν τό φρύαγμα,
ἐν τοῖς ποσί τῶν βασιλείων ἠμῶν, ὑποταγῆναι πρέσβευε, διά της. Θεοτόκου, ἡ ἀπό ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, ὄρον λαβοῦσα καί φυλάττουσα,. Πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν βεβαιοῦσα τήν ἀληθῆ, δί’ ἤν Εὐφημία σφαγιάζη ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρειν τόν Τόμον τῶν Πατέρων, ποσί δέ ἀπορρίπτεις τόν τῆς αἱρέσεως.
Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον της 16ης Σεπτεμβρίου
Ἀπολυτίκιον - Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα
οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.
Κοντάκιον - Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν αἱμάτων βλύσεσι Πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει
παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Εὔφημόν σοι αἶνον καὶ ἱερόν, πανεύφημε Μάρτυς, ἀναμέλπομεν εὐπρεπῶς· σὺ γὰρ Εὐφημία, ἐμπρέψασα εὐφήμως, τῷ Λόγῳ ἐδοξάσθης, ὡς καλλιπάρθενος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου