Ο Τρύφωνας, ο ενδοξότατος
Μάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στην
πόλη της Φρυγίας με το όνομα Λάμψακος.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς, πίστευαν
στον αληθινό Θεό και αξιώθηκαν να
γεννήσουν ένα παιδί ευσεβέστατο. Μάλιστα
από πολύ νωρίς ήταν άξιο τέκνο Θεού,
καθότι κατοικούσε στην ψυχή του η Χάρις
του Παναγίου Πνεύματος. Γιάτρευε κάθε
ασθένεια και είχε μεγάλη εξουσία επάνω
στους δαίμονες οι οποίοι και μόνο το
όνομά του που άκουγαν έφευγαν.
Μετά το θάνατο του Αυγούστου
Καίσαρα βασίλευσε στη Ρώμη ο Γορδιανός,
Έλληνας στην καταγωγή, ο οποίος δεν ήταν
τόσο σκληρός όσο οι προηγούμενοι
βασιλιάδες και δεν εδίωκε τους πιστούς.
Αυτός είχε μια μονογενή θυγατέρα ωραία
και πάγκαλη, γραμματισμένη και φρόνιμη.
Αφού, λοιπόν, πολλοί άρχοντες της πόλης
ποθούσαν να την λάβουν για σύζυγό τους,
ο πατέρας της την έκλεισε στα ανάκτορα
για να μην τη βλέπουν οι άνθρωποι.
Για να μπορέσουν, όμως, και
εκεί στη Ρώμη να γνωρίσουν το θαυμάσιο
Τρύφωνα και ιδιαίτερα για να δοξαστεί
και εκεί ο Δεσπότης Χριστός και να γίνει
γνωστή η ενέργεια του Σταυρού, παραχώρησε
ο Θεός να δαιμονιστεί το κορίτσι. Ο
μισάνθρωπος μπήκε μέσα της και τη
βασάνιζε και προσπαθούσε να τη σκοτώσει
με φωτιά και νερό.
Οι γονείς της ήταν πάρα πολύ
λυπημένοι. Δοκίμασαν να τη θεραπεύσουν
με βότανα και γιατρούς αλλά και με άλλους
τρόπους. Ήλπιζαν μέχρι στο θάνατο της
κόρης τους, καθώς το θεωρούσαν μικρότερη
ζημία από την ασθένειά της. Ο δαίμονας
που την είχε καταλάβει, μάλιστα, φώναξε
ομολογώντας τον διώκτη του “Αν δεν
έρθει ο Τρύφων, δεν εξέρχομαι, γιατί
αυτός έχει τη δύναμη να με διώξει από
το σπίτι αυτό”.
Αμέσως, ο βασιλιάς έστειλε
ανθρώπους σε κάθε πόλη και χώρα,
προκειμένου να βρουν τον Τρύφωνα,
υποσχόμενος αναρίθμητα πλούτη και άλλα
βασιλικά χαρίσματα σε αυτόν που θα τον
έβρισκε και θα τον πήγαινε στο βασιλιά.
Όταν ο Τρύφωνας είδε τους
ανθρώπους του βασιλιά στην Λάμψακο,
γνώρισε από Πνεύμα Άγιο την υπόθεση και
τους πλησίασε λέγοντάς τους “Εγώ είμαι
ο Τρύφων τον οποίο ζητείτε”, χωρίς
εκείνοι να τον ρωτήσουν. Αυτοί τον πήραν
και τον οδήγησαν στον έπαρχο Πομπηιανό,
τον ανέβασαν σε ένα βασιλικό άλογο και
κατευθύνθηκαν προς τη Ρώμη. Ο Άγιος ήταν
τότε 17 ετών.
Όταν πλησίαζαν στα όρια της
Ρώμης, τρεις ημέρες πριν να φτάσουν στην
πόλη, έμαθε ο δαίμονας τον ερχομό του
Τρύφωνα και βασάνισε την κόρη περισσότερο
και έπειτα έδειχνε να σπαράζει λέγοντας
“Αλλοίμονό μου, δε με αφήνει πλέον ο
Τρύφων να κατοικώ εδώ σε αυτό το σπίτι
αλλά με διώχνει από εδώ. Άλλες τρεις
ημέρες μόνο μένουν και έρχεται ο Τρύφωνας
που έχει εξουσία πάνω μας”. Αυτά είπε
ο δαίμονας, κατασπάραξε εσωτερικώς για
μια ακόμη φορά την κόρη και έπειτα έφυγε,
μη μπορώντας ούτε να αντικρίσει κατά
πρόσωπο τον Άγιο Τρύφωνα.
Την τρίτη ημέρα έφτασε ο Άγιος
και ο βασιλιάς τον δέχτηκε και τον τίμησε
ως θεραπευτή της κόρης του. Για να
βεβαιωθεί, όμως, καλύτερα για την αλήθεια,
παρακάλεσε τον Άγιο να του δείξει
οφθαλμοφανώς τον δαίμονα, για να τον
ρωτήσει γιατί μπήκε στην κόρη του και
για άλλα παρόμοια ζητήματα. Τότε ο Άγιος
νήστευσε έξι ημέρες και προσευχόταν
στο Θεό να του δώσει τη βοήθειά Του. Την
έβδομη ημέρα, είδε οπτασία το μεσονύκτιον
και ο Θεός του έδωσε εξουσία πλούσια
κατά των δαιμόνων, μεγαλύτερη από πριν.
Το πρωί, όταν ξημέρωσε,
μαζεύτηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης
στο θέατρο μαζί με το βασιλιά και τους
άρχοντας και τους μεγιστάνες και
επιθυμούσαν να δουν το θαυματούργημα
του Τρύφωνα. Ο Τρύφωνας, έμπλεος από
Πνεύμα Άγιο, έχοντας πίστη στο Θεό,
κάλεσε τον δαίμονα σαν να τον έβλεπε
μπροστά του με τα μάτια της ψυχής του
και του είπε “Στο όνομα του Ιησού Χριστού
σε προστάζω να φανείς εδώ μπροστά μας,
να δούμε όλοι την ασχημοσύνη και ασθένειά
σου”.
Τότε, εμφανίστηκε μπροστά
τους ένας σκύλος μαύρος και άσχημος,
του οποίου τα μάτια ήταν πυρ και φλόγα
και έκλινε το κεφάλι του προς τη γη. Τότε
του λέγει ο Άγιος “Πες μας, κατάρατε,
ποιος σε πρόσταξε να μπεις στην κόρη
αυτή και πώς τολμάς και δύνασαι, αδύνατε,
ζοφωδέστατε και άτιμε, να ατιμάζεις το
τίμιο πλάσμα του Θεού και να βασανίζεις
τους ανθρώπους μισάνθρωπε;”. Τότε ο
δαίμονας, σα να τον πλήγωσαν σαν βέλη
τα λόγια του Τρύφωνα, απεκρίθηκε με
δυσκολία λέγοντας “Ο πατέρας μου που
είναι υπεύθυνος για κάθε κακό και λέγεται
Σατανάς με έστειλε να την βασανίσω”.
Του λέγει πάλι ο Άγιος “Και ποια εξουσία
έχετε εσείς, αρχηγοί και εφευρέτες της
κακίας, στα πλάσματα του Θεού;”.
Τότε ο δαίμονας, αν και
φιλοψευδής εκ φύσεως, υπό τη θεία δύναμη
βιαζόμενος, ομολόγησε μπροστά σε όλους
εκείνα τα όποια ήθελε να κρύψει και να
κρατήσει απόρρητα “Εμείς δεν έχουμε
καμία εξουσία να τυραννούμε τους
Χριστιανούς, οι οποίοι πιστεύουν στον
Παντοκράτορα Θεό και τον Χριστό τον Υϊό
Αυτού, τον οποίο ο Πέτρος και ο Παύλος
εδώ σε αυτή την πόλη λαμπρά κήρυξαν.
Μάλιστα, ακόμη κι από μακριά αν δούμε
τους πιστούς αυτούς, φεύγουμε. Μόνο
εκείνους τους οποίους βρίσκουμε να
αγαπούν τα έργα μας, αυτούς έχουμε
εξουσία να βασανίζουμε, δηλαδή
ειδωλολάτρες, βλάσφημους, μοιχούς,
φονείς, φαρμακείς και υπερήφανους και
άλλους όμοιους με αυτούς, οι οποίοι
χωρίζονται και αλλοτριώνονται από το
Θεό με αυτά τους τα ανομήματα, έρχονται
δε προς εμάς με τη δική τους προαίρεση.
Εκείνους μόνο πειράζουμε, επειδή πράττουν
όσα μας αρέσουν, καταφρονώντας τα θεία
προστάγματα”.
Αυτά άκουσαν οι παρευρισκόμενοι
και θαύμασαν και φοβήθηκαν, ενώ πολλοί
πίστευσαν στο Χριστό. Οι δε πιστοί
στερεώθηκαν καλύτερα στην πίστη τους
ακούγοντας την αληθινή μαρτυρία του
δαίμονα ο οποίος, με πρόσταγμα του Αγίου,
έγινε άφαντος. Αυτά είδε και άκουσε ο
βασιλιάς και θαύμασε τον Τρύφωνα και
τον τίμησε περισσώς όπως έπρεπε και
πολλές δωρεές του χάρισε. Έπειτα προσέταξε
τον έπαρχο Πομπηιανό και άλλους άρχοντες
να τον συνοδεύσουν μέχρι τον τόπο του.
Πορευόμενος δε ο Άγιος, μοίρασε καθ'
οδόν στους φτωχούς όλα τα αργύρια που
του χάρισε ο βασιλιάς. Φτάνοντας στο
σπίτι του, συνέχισε τη ζωή του θεραπεύοντας
τους ασθενείς και οδηγώντας τους
πεπλανημένους προς την αλήθεια.
Μετά το θάνατο του Γορδιανού,
βασίλευσε ο ευσεβής Φίλιππος. Έζησε,
όμως, λίγο καιρό γιατί πολεμούσε με τους
Τρωγλοδύτες που τον φόνευσαν. Τότε έλαβε
τη βασιλεία ο δυσσεβής και άδικος Δέκιος,
άνθρωπος ωμός και άσπλαχνος, ευφραινόμενος
με φόνους και με αίματα, έχων μεγάλη
λατρεία στα μιαρά είδωλα και άμετρο
μίσος κατά των Χριστιανών. Είχε δε τόσο
μεγάλη μανία να διώκει τους ευσεβείς
ώστε μέχρι τροχούς, ξίφη, σιδερένια
νύχια και άλλα διάφορα κολαστήρια είχε
στην κατοχή του. Ήταν, λοιπόν, σε όλη την
οικουμένη σκότος και πόλεμος και πολλοί,
μη υποφέροντας τα πάνδεινα παιδευτήρια,
προσκυνούσαν οι λογικοί τα άλογα και
αναίσθητα κτίσματα. Οι δε στερεοί και
καλόγνωμοι έμεναν αήττητοι μέχρι τέλους,
φυλάσσοντας την πίστη τους ασάλευτη
και υπομένοντας ανδρείως όλα τα φριχτά
κολαστήρια και μέσω του πρόσκαιρου
θανάτου τους οδηγούνταν στην αιώνια
ζωή.
Έχοντας, λοιπόν, έτσι τα
πράγματα και με τον διωγμό να εξαπλώνεται
όλο και περισσότερο, ανήγγειλαν κάποιοι
μισόχριστοι στον έπαρχο της Ανατολής,
τον Ακυλίνο, ότι άνθρωπος από την Λάμψακο,
γνωστικός και λόγιος, γιατρός στο
επάγγελμα, καταφρονούσε τους βασιλιάδες
και έμπαιζε τους μεγάλους θεούς, ενώ
πολλοί είχαν εξαπατηθεί από αυτόν και
ασέβησαν προς αυτούς. Αμέσως, λοιπόν, ο
Ακυλίνος έστειλε απειλητικά γράμματα
να ερευνήσουν παντού για να τον βρουν
και να τον στείλουν ταχύτατα σε αυτόν.
Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, να
κρυφτεί ο λαμπρός λύχνος της πίστεως
και το πολύτιμο και χρήσιμο μύρο το
οποίο από την ευωδία αυτού φανερώνεται.
Μάλιστα, και ο ίδιος ο Άγιος, όταν άκουσε
ότι τον ζητούσαν οι διώκτες της πίστεώς
μας, δεν έφυγε να κρυφτεί στα δάση και
στα σπήλαια, αλλά οπλίστηκε με προσευχές
και δεήσεις και φαιδρός παρουσιάστηκε
μπροστά σε αυτούς που τον αναζητούσαν.
Αυτοί με τη σειρά τους, καταχαρούμενοι,
τον πήγαν στον έπαρχο που εκείνον τον
καιρό βρισκόταν στη Νίκαια.
Παραστεκόμενος ο Άγιος στο
κριτήριο, τον ρώτησε ο έπαρχος να πει
το όνομα, την πίστη, την τύχη(δηλαδή
ποιας καταστάσεως άνθρωπος ετύγχανε)
και την πατρίδα του. Ο δε Άγιος απήντησε
“Τρύφων καλούμαι και είμαι από τη
Λάμψακο. Τύχη εμείς δεν ομολογούμε,
διότι δεν υπάρχει, αλλά πιστεύουμε ότι
όλα έγιναν ευτάκτως από τον Παντοδύναμο
Θεό ο οποίος κυβερνά όλο τον κόσμο με
τη σοφία Του και όχι από την τύχη. Είμαι
δε την κατάσταση ελεύθερος και όχι
δούλος, μόνο εις το Δεσπότη μου Χριστόν
εδουλώθην, ο οποίος είναι ο στέφανός
μου, η δόξα μου και το καύχημά μου”.
Του λέγει ο έπαρχος “Ο βασιλιάς
πρόσταξε ότι όποιος δε σέβεται τους
θεούς, να λαμβάνει βίαιο θάνατο. Λοιπόν,
υπάκουσέ με. Άσε την πλάνη αυτή για να
μη λάβεις φωτιά και πληγές και άλλα
φρικτά κολαστήρια”. Λέγει ο Άγιος “Είθε
να με αξίωνε ο Δεσπότης μου Χριστός, ο
αληθής και μόνος Θεός, να βασανιστώ διά
την αγάπη του, να λάβω επώδυνο θάνατο”.
Λέγει πάλι ο έπαρχος “Παρακαλώ σε
Τρύφων, θυσίασε στους θεούς διότι βλέπω
πως είσαι στη φρόνηση τέλειος και δε
θέλω να πεθάνεις ασκόπως και ματαίως”.
Του λέγει ο Άγιος “Τότε μάλλον θα είμαι
τέλειος, εάν φυλάξω την ομολογία τελεία
προς τον Δεσπότη μου Χριστό, να γίνω
προς Αυτόν θυσία άμωμος, καθώς έπαθε
και Αυτός για μένα”.
Στις απειλές, δε, του έπαρχου,
ότι θα τον βάλει σε φωτιά και σε άλλα
κολαστήρια, απάντησε ο Άγιος “Εσύ με
φοβερίζεις με φωτιά, το οποίο σβήνεται
και τάχιστα αφανίζεται, εγώ όμως σου
προαναγγέλλω τη φωτιά εκείνη την άσβεστη
της αιωνίου κολάσεως, στην οποία θέλεις
κατακριθή να καίεσαι ατελεύτητα και να
οδύρεσαι ανωφέλευτα, επειδή άφησες τον
αληθή Θεό και προσκυνείς αναίσθητα
ξόανα. Μη χάνεις λοιπόν τον καιρό σου
άσκοπα με απειλές φωτιάς και άλλων
τέτοιων κολαστηρίων, γιατί οι δούλοι
του Θεού δε φοβούνται καθόλου τούτο το
πυρ, αλλά εκείνο το άσβεστο και αιώνιο.
Πράξε λοιπόν όπως ορίζεις, γιατί εδώ
δεν αρνούμαι τον αληθινό Θεό, ακόμη κι
αν μου δώσεις χίλια κολαστήρια”.
Τότε, προστάζει ο τύραννος
να κρεμάσουν τον Άγιο σε ξύλο και να τον σπαθίζουν. Εκείνος γδύθηκε μόνος του,
για να δείξει την προθυμία της ψυχής
του. Έκανε δε υπομονή για τρεις ώρες όσο
τον σπάθιζαν και δεν έβγαλε καμία φωνή
λες και έπασχε άλλος. Ο δε έπαρχος του
έλεγε “Μετανόησε Τρύφωνα από την
υπερηφάνεια σου. Προσκύνησε τους θεούς
γιατί εκείνος που εναντιώνεται στα
βασιλικά προστάγματα λαμβάνει επώδυνο
θάνατο”. Ο Άγιος απάντησε “Όποιος δε
φυλάξει το σωτήριο θέλημα του Θεού,
μέλλει να κατακριθεί σε αθάνατο θάνατο,
γιατί αυτός είναι ο μόνος ουράνιος
Βασιλιάς και όποιος τον αρνηθεί, χάνει
την αιώνιο ζωή”. Λέγει ο έπαρχος “Άλλος
δεν είναι ουράνιος παρά μόνο ο μέγας
Ζευς, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας.
Αυτός είναι ο πατέρας των ανθρώπων και
των άλλων θεών και όποιος απιστήσει σε
αυτόν είναι αδύνατο να ζήσει. Υποτάξου,
λοιπόν, και εσύ σε αυτόν για να αξιωθείς
να έχεις γλυκύτατη πάντοτε ζωή”.
Στα λόγια αυτά του τυράννου,
ο Άγιος απεκρίθηκε “Όμοιοί του να γίνουν
όσοι πιστεύουν σε αυτόν και για θεό τον
νομίζουν, διότι καθώς ομολογούν τα
βιβλία σας, αυτός ήταν γόης και μάντης
μιαρώτατος και δεν άφησε καμία ανομία
και είδος κακίας άπρακτο ο πάντολμος.
Όταν δε πέθανε, του έστησαν χρυσά και
αργυρά είδωλα όσοι ποθούσαν τα σιχαμερά
και πάσης αισχύνης πεπληρωμένα έργα
του, ονομάζοντάς τον και θεό για να
δικαιολογήσουν με αυτόν τον τρόπο τις
αισχρουργίες και τις ασελγείες του.
Έτσι έκαναν και για τους άλλους ψευδωνύμους
θεούς σας. Στην ίδια πλάνη τους ακολουθείτε
κι εσείς. Ανόητα, σέβεστε την κουφή και
άψυχη ύλη και καταφρονείτε τον αληθινό
και ζώντα θεό, αυτόν που στερέωσε τον
ουρανό, αυτόν που θεμελίωσε τη γη επί
των υδάτων, αυτόν που έφτιαξε όλη την
οικουμένη, αυτόν που μετά από όλα αυτά
έπλασε και ανέπλασε τον άνθρωπο, ο
φιλάνθρωπος. Γιατί βλέποντας πως τον
άνθρωπο τον πλάνησε ο δαίμονας και
εξορίστηκε έτσι ως φθονερός από τον
Παράδεισο, κατεδέχθη να γίνει άνθρωπος
και σταυρώθηκε και τάφηκε εκουσίως και
αναστήθηκε από τους νεκρούς και ανέβηκε
στους ουρανούς και υμνείται από τους
Αγίους Αγγέλους. Όταν δε έρθει το πλήρωμα
του χρόνου, το οποίο μόνο αυτός γνωρίζει,
τότε θα έρθει και πάλι από τον ουρανό
με άρρητη δύναμη και δόξα, θεοπρεπώς,
για να κρίνει την οικουμένη όλη και να
αποδώσει σε κάθε έναν ανάλογα με τις
πράξεις του. Αυτός είναι ο Θεός των θεών,
ο Βασιλιάς όλων των βασιλέων και Κριτής
ζώντων και νεκρών δικαιότατος. Αυτά που
προσκυνείτε εσείς για θεούς είναι άψυχα
ξόανα, έργα ανθρώπινων χεριών και
ευρήματα πονηρών δαιμόνων και σας
οδηγούν στην απώλεια”.
Ακούγοντας αυτά, ο έπαρχος
θύμωσε και πρόσταξε να κατεβάσουν τον
Άγιο από το ξύλο και να τον σύρουν δεμένο
στο κυνήγι που θα πήγαινε. Όταν έγινε
αυτό, ο Άγιος πονούσε πολύ γιατί περπατούσε
ανυπόδητος με πόδια ξεσκισμένα από τα
προηγούμενα βασανιστήρια. Ήταν μάλιστα
και χειμώνας και τα πόδια του σκίζονταν
ακόμη περισσότερο επάνω στις πέτρες
και στα ξύλα, ενόσω τα άλογα τον χτυπούσαν
και αυτός έριχνε καθ' οδόν τις σάρκες
του. Αισθανόταν υπερβολικό πόνο αλλά
υπέμενε όλα αυτά τα λυπηρά, αποβλέποντας
στη μέλλουσα ανταπόδοση. Έψαλλε δε
λέγοντας “Κατάρτισαι Κύριε τα διαβήματά
μου” και άλλα ρητά της Αγίας Γραφής
παρόμοια. Έπειτα πάλι, μιμούμενος τον
Πρωτομάρτυρα Στέφανο και το Χριστό, ο
χριστομίμητος, έλεγε “Κύριε συγχώρησε
το αμάρτημά τους”. Κατά το βράδυ, όταν
γύρισε από το κυνήγι ο Ακυλίνος, είχε
σκοπό να κυνηγήσει μάλλον τον Άγιο και
του είπε “Λογικεύτηκες τώρα να
προσκυνήσεις τους θεούς άθλιε ή μένεις
στην προηγούμενη μανία σου;”. Ο Άγιος
απεκρίθηκε “Εσύ μάλιστα είσαι γεμάτος
μανία και αγνωσία ανόητε, γι' αυτό δε
θέλεις να εννοήσεις τον αληθινό Θεό.
Εγώ, όμως, έχω γνώση γιατί κρατώ την
αλήθεια”. Τότε ο άρχοντας, μη έχοντας
λόγο να αποκριθεί κατά της αλήθειας,
πρόσταξε να φυλακίσουν τον Άγιο μέχρι
άλλη εξέτασε. Όταν κάποιες μέρες αργότερα
θέλησε να πάει στη Νίκαια, διέταξε να
φέρουν και τον Μάρτυρα δεμένο.
Όταν πλησίαζαν στην πόλη, τον
ρώτησε ο τύραννος “Μήπως σε δίδαξε
Τρύφωνα το μάκρος του καιρού να υπακούσεις
στους βασιλιάδες και να προσκυνήσεις
τους σωτήρες θεούς ή είσαι ακόμη απηθείς
και φιλόνικος;”. Απεκρίθηκε δε ο Άγιος
“Ο Κύριος και Θεός μου Ιησούς Χριστός,
τον οποίο λατρεύω με καθαρή διάνοια, με
νουθέτησε να φυλάγω την ομολογία Του
αμετάθετη. Συνεπώς αυτόν μόνο γνωρίζω
Βασιλέα και Θεό αψευδέστατο. Τα
βασανιστήριά σου δε που υφίσταμαι υπό
τις εντολές του βασιλιά σου καταφρονώ
και τους θεούς μυκτηρίζω ως άξιους
γέλωτος”.
Οργισμένος με αυτά που άκουγε
ο θεόργιστος, πρόσταξε να καρφώσουν στα
πόδια του Μάρτυρος ήλους και άλλα σίδηρα
και δέρνοντάς τον, τον τραβούσαν στο
κέντρο της πόλης. Από όλα αυτά έλαβε
πολλή οδύνη και πόνο ανείκαστο ο
καρτερόψυχος και έτρεχε στη γη το αίμα
του, αλλά ο πόθος του Χριστού τον έκανε
να μην υπολογίζει την κόλαση της σαρκός
αλλά να θεωρεί τον πόνο σαν ψεκάδα
δροσιάς και αναψυχή της ψυχής, ο αήττητος.
Θαυμάζοντας λοιπόν την
καρτερικότητά του ο τύραννος έλεγε “Έως
πότε δε θα αισθάνεσαι Τρύφωνα τη δριμύτητα
των κολάσεων;”. Ο δε Άγιος, αντιστρέφοντας
τα λόγια, έλεγε “Έως πότε εσύ δε θα
εννοείς την αήττητη δύναμη του Χριστού
που κατοικεί μέσα μου και θα συνεχίζεις
να πειράζεις το Άγιο Πνεύμα;”. Τότε πάλι
οργισμένος ο άρχοντας, πρόσταξε να
εξαρθρώσουν τους αγκώνες τους, να τον
δέσουν με ράβδους και να κατακαύσουν
με πύρινες λαμπάδες.
Την ώρα που συνέβαιναν αυτά
και εβασάνιζαν οι δήμιοι με πολλή
σφοδρότητα και ασπλαχνία τον Άγιο, ήρθε
από τους ουρανούς προς αυτόν στεφάνι
ανθισμένο και στολισμένο με πολύτιμους
λίθους. Βλέποντας αυτά, οι στρατιώτες
που τον βασάνιζαν, έπεσαν κατά γης όλοι
έντρομοι. Ο δε Άγιος οπλίστηκε με θάρρος
και αγαλλίαση από τη θεία Χάρη που έβλεπε
και δόξαζε τον Κύριο λέγοντας “Ευχαριστώ
σε Δέσποτα που δε με εγκαταλείπεις στα
χέρια των εχθρών μου αλλά την ημέρα του
πολέμου με περιεσκέπασες και η δεξιά
σου με βοήθησε. Αλλά και τώρα σε παρακαλώ,
Δέσποτα, παραστάσου μέχρι τέλους να με
δυναμώνεις να χαρώ τον στέφανο της
δικαιοσύνης μετά των φίλων σου που
αγάπησαν το Πανάγιό σου Όνομα. Εσύ είσαι
ο μόνος δοξασμένος στους αιώνες. Αμήν”.
Αυτά βλέποντας ο τύραννος, δοκίμασε
πάλι με κολακεία να νικήσει τον αήττητο,
λέγοντας προς αυτόν “Προσκύνησε τον
μεγάλο Δία και την εικόνα του Καίσαρα
και θα σου δώσω πολλή τιμή και χαρίσματα
άπειρα”.
Ο Μάρτυρας μειδίασε και είπε:
“Εάν αυτό το βασιλιά σου καταφρόνησε
και τα προστάγματά του περιεγέλεσα, πώς
να προσκυνήσω την άψυχη εικόνα του; Για
τον Δία και τους άλλους ψευδοθεούς σας
δε, ρώτα τους σας που προσπάθησαν να
σκεπάσουν με τις μυθολογίες τις αισχρές
τους πράξεις και ατοπίες, ονομάζοντας
τον αέρα Ήρα και τη γη Δήμητρα, Ποσειδώνα
τη θάλασσα και Απόλλωνα τον ήλιο. Όμοια
και τους άλλους, αλλοιγορούντες τον
Ερμή στο λόγο, στο θυμό τον Άρη και στην
πορνεία την Αφροδίτη και άλλα παρόμοια
φλυαρήματα. Αλλά εγώ ξέρω από την ιστορία
τις κακουργίες αυτών των θεών σας και
εξόχως του πρώτου, τον οποίο λέτε και
μεγαλύτερο. Αυτός ήταν μοιχός, ο Ζευς
δηλαδή ο ασελγής και παράνομος, ο οποίος
φόνευσε τον πατέρα του. Αλλά και οι
υπόλοιποι θεοί σας ασεβείς είναι και
παμμίαροι. Τις δικές τους πράξεις
μιμείστε κι εσείς οι πονηροί και
κακότροποι. Και δε φτάνει ότι απαρνείστε
τον αληθινό Θεό οι ανόητοι, αλλά αναγκάζετε
και εμάς να επικοινωνήσουμε μαζί σας
στην τόση σας τυφλότητα, αφού λέγετε το
σκότος φως και το φως σκότος, το πικρό
γλυκύ και το γλυκύ πικρό, όπως λέει και
ο Ησαΐας ο Μεγαλόφωνος. Αλλά μάταια
προσπαθείτε, γιατί προτιμούμε να
πεθάνουμε παρά να αφήσουμε την ευσέβεια”.
Αυτά θαύμασε ο τύραννος και
θύμωσε. Θαύμασε που ο Άγιος γνώριζε τις
ιστορίες των άθεων θεών και θύμωσε γιατί
τους χλεύαζε. Πρόσταξε λοιπόν να τον
σπαθίσουν σκληρότερα. Αλλά μάταια
κοπίαζε, γιατί όλα τα βάσανα τα νόμιζε
ο Άγιος Τρύφωνας για ηδονή του ένθεου
έρωτα. Όταν πια γνώρισε ο τύραννος το
αήττητο του Μάρτυρος, δόθηκε η τελευταία
απόφαση κατ' αυτού, να τον αποκεφαλίσουν
έξω από την πόλη. Όταν λοιπόν τον πήγαν
στον τόπο της καταδίκης οι δήμιοι, ύψωσε
προς τον ουρανό προς την ανατολή τα
χέρια και τα μάτια του και είπε “Δέσποτα
Κύριε, Θεέ θεών, Βασιλέα βασιλέων, Άγια
Αγίων, σε ευχαριστώ, γιατί με αξίωσες
να τελειώσω τον αγώνα τούτο αναμάρτητα.
Σε παρακαλώ να μη με εμποδίσει ο πονηρός
και επίβουλος και με καταβυθίσει εις
το βυθό της απώλειας. Αλλά ας πάρουν την
ψυχή μου οι Άγιοί σου Άγγελοι, να τη
φέρουν εις τα αγαπητά και ποθητά σκηνώματά
σου. Όποιοι θυμούνται εμένα τον ανάξιο
δούλο σου και προσφέρουν σε εσένα θυσίες
δεκτές, πρόσεχε αυτούς από τον άγιο
ουρανό σου και δώσε τους άφθαρτες
ευεργεσίες και πλούσια αντάμειψη. Γιατί
εσύ είσαι ο μόνος αγαθός και των αγαθών
παροχεύς και δότης πλουσιότατος”.
Με αυτά, ο Αθλοφόρος προσκυνώντας
το θεό, παρέδωσε σε αυτόν την ψυχή του
ο μακάριος, προτού να τον αποκεφαλίσει
ο δήμιος, για να μη φανεί ότι τον θανάτωσε
ο τύραννος αλλά ότι ετελειώθη με θείο
νεύμα και βούληση. Τότε, όσοι πιστοί
ήταν εκεί στη Νίκαια, τύλιξαν οσίως και
ευλαβώς σε σεντόνια καθαρά με αρώματα
το τίμιο λείψανο και θέλησαν να τον
ενταφιάσουν εκεί για να το έχουν ως
θησαυρό πολύτιμο και ασφαλές φυλακτήριο.
Ο Άγιος, όμως, φάνηκε στο όραμά τους και
τους είπε να το υπάγουν στη Λάμψακο.
Έτσι έκανε, όπως τους πρόσταξε εκείνος
και το ενταφίασαν εκεί και στον τόπο
αυτό έγιναν πολλά θαύματα εις δόξαν
Πατρός, Υϊού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου